τυρφικός

τυρφικός
-ή, -ό, Ν [τύρφη]
γεωλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τύρφη (α. «τυρφικά βρύα» β. «τυρφικό έδαφος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”